θῡμός

θῡμός
θῡμός
Grammatical information: m.
Meaning: `spirit, courage, anger, sense' (Il.); on meaning and use in Hom. etc. Marg Charakter 47ff.; also Magnien REGr. 40, 117ff. (criticism by Wahrmann Glotta 19, 214f.).
Compounds: Many compp., e. g. θυμο-βόρος `eating the heart' (Il.), θυμ-ηγερέων `collecting one's spirit, coing to one-self' (η 283; Leumann Hom. Wörter 116 n. 83, Chantraine Gramm. hom. 1, 349), θυμᾱρής, θυμήρης `delighting the heart' (Il.; Bechtel Lex. s. v., Leumann 66); πρό-θυμος (bahuvrihi) `prepared, willing' (IA) with προθυμία, -ίη (Β 588) and -έομαι (IA).
Derivatives: Dimin. θυμίδιον (Ar. V. 878); adj. θυμικός and θυμώδης `passionate, vehement' (Arist.); denomin. verbs: 1. θυμιάω `burn producing smoke' (s.v.) with θυμίη `incense'; 2. θυμόομαι `get angry' (IA), rarely -όω `id.' (E. Supp. 581), with θύμωμα `being angry' (A. Eu. 861, epigr.), θύμωσις `id.' (Cic. Tusc. 4, 9, 21); 3. θυμαίνω `be angry' (Hes. Sc. 262, Ar., A. R.).
Origin: IE [Indo-European] [261] *dheuH- `smoke'
Etymology: Identical with Skt. dhūmá-, Lat. fūmus, Lith. dū́mai (pl.), OCS dymъ `smoke'; the meaning `smoke' preserved in θυμιάω. On the meaning Chantraine Formation 134 with Ernout-Meillet s. fūmus . - A variant with short u seems impossible. Wit IE ou-diphthong one cites OHG toum `steam, vapour'. Cf. 2. θύω. (DELG compares θύω 1 `s'élancer avec fureur', by mistake?)
Page in Frisk: 1,693-694

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • 'μός — ἀ̱μός , ἁμός 1 masc nom sg ἐμός , ἐμός mine masc nom sg ἀμός , ἡμός masc nom sg (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μος, Μαρσέλ — (Marcel Mauss, Επινάλ 1872 – Παρίσι 1950). Γάλλος ανθρωπολόγος και κοινωνιολόγος. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Μπορντό και στην Ανώτατη Σχολή Θετικών Επιστημών, στο Παρίσι. Ο Μ. υπήρξε ο ιδρυτής του Ινστιτούτου Εθνολογίας (1925), ενώ το 1931… …   Dictionary of Greek

  • Πέρσελ, Έντουαρντ Μος — (Purcell, Τέιλορβιλ, Ιλινόις 1912). Αμερικανός φυσικός. Υπήρξε ο πρώτος φυσικός ο οποίος, μαζί με τον Τέρεϊ και τον Πάουντ, ανακάλυψε (1946) το φαινόμενο του μαγνητικού συντονισμού στον ατομικό πυρήνα, με κυκλώματα υψηλής συχνότητας. Κατόπιν… …   Dictionary of Greek

  • πανέρ(η)μος — η, ο 1. (για πρόσωπα), ο ολότελα μοναχός: Παιδιά δεν είχε, πέθανε και η γυναίκα του, έμεινε πανέρημος. 2. (για τόπους), ο χωρίς ανθρώπους, ζωή, κίνηση, ο ολότελα ρημαγμένος τόπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σω(σ)μός — ο σώσιμο, διάσωση, γλιτωμός: Ήταν θαύμα ο σωσμός του από το βομβαρδισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …   Dictionary of Greek

  • χυλός — ο, ΝΜΑ φυσιολ. η λέμφος που προέρχεται από το λεπτό έντερο, μετά την πέψη, και είναι πλούσια σε σταγονίδια λίπους προερχόμενα από τα λιπίδια τής τροφής νεοελλ. 1. πολτώδες φαγητό από αλεύρι ή άλλη αμυλώδη ουσία και νερό, που παρασκευάζεται με… …   Dictionary of Greek

  • МИМ —    • Mimus,          μι̃μος, собственно подражатель, в особенности же мимический актер, который, подражая смешным образом известным личностям или голосам животных (Phaedr. 5, 5. Auson. epigr. 76), потешал публику на улицах и площадях или забавлял …   Реальный словарь классических древностей

  • ζημιωμός — ζημιωμός, ὁ (Μ) χρηματική ποινή, πρόστιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζημιώνω + κατάλ. μός (πρβλ. ξεσηκω μός, τελειω μός)] …   Dictionary of Greek

  • ηθμός — ο (AM ἠθμός, Α αττ. τ. ἡθμός) νεοελλ. 1. κάθε μέσον που χρησιμοποιείται για διήθηση, για στράγγισμα, για σούρωμα, διυλιστήριο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, φίλτρο 2. χημ. πορώδες σώμα διά μέσου τού οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να… …   Dictionary of Greek

  • καημός — και καϋμός, ο 1. το αποτέλεσμα τού καίω, κάψιμο 2. ισχυρό συναίσθημα λύπης, θλίψη, στενοχώρια 3. ζωηρή επιθυμία, πόθος ασυγκράτητος 4. πόνος από έρωτα 5. στον πληθ. οι καημοί τα βάσανα 6. φρ. α) «τό χω καημό» επιθυμώ β) «κρυφός καημός» κρυφός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”